The peasant and the town resident (Turkish)

Narrator: Nazmiye / Ήπιο

Köylü ile Kasabalı (Turkish)

Ο χωρικός και ο κάτοικος της κωμόπολης (Greek) E´din selæ´nin i e´din kasaba´lija (Pomak)

Bir varkan, bir yokkan evvel zaman içinde kalbur saman içinde küylülen kasabalı varmış. Bunlar bi gün biri demiş, ben demiş toplayım demiş kozalakları demiş götüreyim demiş kasabaya. Kasabalı da demiş: ben de demiş kurbağ boklanı demiş yapağ yerine demiş toplayım, götüreyim demiş küylülere satayım. Ondan sonra bunlar ikisi de cambazlık yapalım istemişler. Almışlar, yükletmişler eşeklerine çuvallanı, çekilmişler yola gidermişler. Rasgelmişler biribirlene. Haydi undan sonra demişler: Sen demişler ne satıyesın?Ceviz. Biri demiş:ben demiş  yapağ satıyem. Ha demiş, ikimiz de demiş, değişelim demiş. Sen indir eşeinden yapağları, sen de indir şeyleri, cevizleri.  Yüklettirmişler eşeklere, götürmüşler evlere. Garının garısı demiş birinin, kasabalının garısı demiş: Getir bakam  demiş cevizleri kıralım. Bi de ne bakıyalar kozalak dolu. Öbürü de demiş ben de demiş iğireyim demiş yapağlamı demiş. Bi de bakıy u da yemyeşil gurbağ boku.


Undan sonra unlar bi gün gene gelmiş bi zaman raslaşmışlar. Arkadaş demiş biz demiş ikimiz de demiş çok cambazız  demiş. Biz demiş bi ağaya demiş çoban girseke,bi yerde olalım ikimiz. Girelim demişler, anlaşmış ikisi, girmişler bi ağaya çoban. Ama bi ineğe iki sırtmaç undan sonra biri gitmiş bi gün, u inekte çok yantalmış. Ha orda a borda goca gün hiç oturtmamış unu. Ağa gene öbürünü hiç oturtmamış, ha orasını paklattırmış ha borasını paklattırmış, unu hiç otutmamış goca gün.Neyse , akşam olmuş toplaşmışlar gene. Arkadaş demiş nası geçti bugün demiş günün demiş. Çok iyi demiş, yarın yorganı da alıyem demiş, uyumak için. Senin nası geçti demiş. Benim de çok raat demiş, ağa demiş oturdum kütüün üstüne, sildim, süpürdüm demiş, bi kave getirdi içtim demiş, çok raatım iydi demiş. Neyse sonaki gün, biri gidiye, alıy yorganı da öteki, gidiy inek otlatma. Biri gene paklayı damı, undan sonra oturıya kütüün üstüne, kave bekliye. Ağa gelirmiş şimdi, bi tükürümüş, çabuk demiş borasını da pakla, ne oturıysen orda. Öbürü de şimdi inek uyutçak beniye diye yorganı da tartaklarmış, orda yorgan, borda yorgan, pultuzak olmuş yorgan.


Undan sonra bize demişler, gene akşam olmuş toplaşmışlar. Bu demiş ağanın demiş garısı veridir bu aklı demiş.Bizi demişler hiç dinlendirmiye. Sesleyelem kam ne gonuşuyalar. Bi de gidiyeler undan sona. Demiş ağa inen altında demiş bi küp , bi çölmek altın vardı dermiş, unnarı bulmasınlar çobanlar. Bunlar da usulcanak bi saklanıyalar bi de gidiyeler, bakıyeler ağalar yok bişey inen altında. Kazma mazma yokmuş. Undan sonra bunlar duydukları gibi bi gazıyalar unun altını, alıyalar çölme, aydi kaçıyalar o akşam. Saba kalkıye a! araye yok. Ah demiş , gitti altınlar.


Neyse bunlar u altınları üleşmişler, bi tane gene galmış. Galmış ama şimdi u altını almış kasabalı, ben demiş ifaklattırım demiş, sen demiş filan gün gel.  Adam gitmiş , yok.  Taa demiş, ifaklatmadım. Neyse , filan gün gel. Gene yenden gene gitmiş, gene demiş  ifaklattıramadım demiş. Undan sonra bi gün  gene gitmiş , a! ah demiş: garı, arkadaşım nerde demiş. Arkadaşın demiş rametli oldu demiş. Aa üle mi demiş, ha demiş ben demiş giderim demiş unu dolaşmağ. Alıy bi çan, bi kısım da keçi boku. Kaçarmış mezarın üstünde, tümbül, tümbül, tümbül, tümbül, çanı çalarmış. Arada gene gumaından basalarmış, şeyi gumak da bırakmışlar mezarın üstünde , hava alsın diye. Salarmış, be hayırsız keçi demiş , nası rastlattırıyesin bu gumağ bu gadar dermiş. Neyse bi iki sefer dolanmış üle, salmış. Çık çık arkadaş demiş bıkam demiş, keçi meçi diil demiş, ben geldim gene demiş. Ah be arkadaş demiş, al sen demiş hakkını demiş, kurtuluş yok bundan demiş, bu borcu ödecez demiş. Çıkmış, ifaklatmış ödemişler. Büğüne büğün yaşarmışlar.

 

 

 

 

 

 Μια φορά κι έναν καιρό, τον παλιό καιρό, όταν το κόσκινο ήταν μέσα στο άχυρο, ήταν ένας χωρικός κι ένας κάτοικος μιας κωμόπολης. Μια μέρα ο χωρικός είπε: «Θα μαζέψω τα κουκουνάρια και θα τα πάω στην κωμόπολη». Και ο κάτοικος της κωμόπολης είπε: «Εγώ αντί για μαλλί πάω να μαζέψω τις ακαθαρσίες του βατράχου και θα πάω να τις πουλήσω στους χωριάτες». Έτσι, και οι δυο ήθελαν να κάνουν πονηριά. Πήραν και φόρτωσαν τα τσουβάλια τους στα γαϊδούρια τους, ξεκίνησαν και πήγαιναν στο δρόμο. Συναντήθηκαν μεταξύ τους. «Άντε», είπαν μετά από αυτό, «Εσύ τι πουλάς;». «Καρύδια», είπε ο ένας. «Εγώ πουλάω μαλλί», είπε ο άλλος. «Χα», είπε, «ας κάνουμε ανταλλαγή. Εσύ κατέβασε το μαλλί από το γαϊδούρι σου». «Εσύ κατέβασε τα καρύδια», [είπε ο άλλος]. Τα φόρτωσαν στα γαϊδούρια, τα πήγαν στα σπίτια. Η γυναίκα του ενός, η γυναίκα του κατοίκου της κωμόπολης, είπε: «Φέρε λοιπόν τα καρύδια να τα σπάσουμε». Μα τι να δουν, είναι γεμάτο με κουκουνάρια. Και ο άλλος είπε: «Κι εγώ να κλώσω το μαλλί μου», είπε. Κοιτάζει, κι αυτό είναι γεμάτο καταπράσινες ακαθαρσίες βατράχων.

Μετά από αυτό ήρθε πάλι μια μέρα, ένας καιρός, συναντήθηκαν. «Φίλε», είπε, «εμείς και οι δυο είμαστε πολύ πονηροί. Εμείς», είπε, «να πάμε ως βοσκοί σε έναν αγά, στο ίδιο μέρος να είμαστε και οι δυο μαζί». «Να πάμε», είπαν. Συμφώνησαν οι δυο τους και πήγαν ως βοσκοί σε έναν αγά. Αλλά [όπως λένε], δυο βοσκοί σε μία αγελάδα. Μετά από αυτό ο ένας πήγε μια μέρα, κι εκείνη η αγελάδα ήταν πολύ άτακτη. Μια εκεί, μια εδώ  όλη την μέρα [η αγελάδα] δεν τον άφησε να καθίσει. Ο αγάς πάλι τον άλλο δεν τον άφησε να καθίσει. Μια τον έβαλε να καθαρίσει εκεί, μια τον έβαλε να καθαρίσει εδώ, όλη την μέρα δεν τον άφησε να καθίσει καθόλου. Τέλος πάντων, βράδιασε και μαζεύτηκαν σε ένα μέρος πάλι. «Φίλε», είπε ο ένας, «πώς πέρασε σήμερα η μέρα σου;» «Πολύ καλά», είπε [ο άλλος], «αύριο θα πάρω και το πάπλωμα για να κοιμηθώ. Εσύ πώς πέρασες;» «Κι εγώ πέρασα πολύ καλά», είπε, «ο αγάς με έβαλε κι έκατσα σε ένα κούτσουρο, σκούπισα, σφουγγάρισα, μου έφερε έναν καφέ και ήπια, είμαι πολύ καλά, ήταν καλά», είπε. Τέλος πάντων, την επόμενη μέρα, ο ένας πηγαίνει, παίρνει και το πάπλωμα, πηγαίνει να βοσκίσει την αγελάδα. Ο άλλος καθαρίζει το  αχούρι, μετά από αυτό κάθεται πάνω στο κούτσουρο και περιμένει καφέ. Τότε έρχεται ο αγάς, τον φτύνει: «Γρήγορα», του λέει, «καθάρισε και εδώ, τι κάθεσαι εκεί;» Και ο άλλος πάλι, σκεπτόμενος ότι θα τον αποκοιμίσει η αγελάδα, ταρακουνούσε το πάπλωμα. Εκεί το πάπλωμα, εδώ το πάπλωμα, έγινε άνω κάτω [χάλια] το πάπλωμα.

Μετά από αυτό μας είπαν… πάλι βράδιασε και μαζεύτηκαν. «Αυτά», είπαν, «είναι συμβουλές της γυναίκας του αγά. Για να μην μας αφήνει καθόλου να ξεκουραζόμαστε. Ας σωπάσουμε, λοιπόν, να ακούσουμε τι λένε.» Μετά από αυτό πηγαίνουν [να ακούσουν]. Έλεγε ο αγάς: «Κάτω από την αγελάδα υπήρχε ένα κιούπι με χρυσό, μην τυχόν το βρούνε αυτοί οι βοσκοί». Και αυτοί κρύβονται προσεκτικά. Και πήγαν οι αγάδες και βλέπουν ότι κάτω από την αγελάδα δεν υπάρχει τίποτε. Ούτε κασμάς ούτε τίποτε δεν υπήρχε. Μετά από αυτό, αυτοί όπως το άκουσαν, σκάβουν κάτω από την αγελάδα, παίρνουν το κιούπι και φεύγουν εκείνο το βράδυ. Το πρωί ξυπνάει, το ψάχνει, «Α! λείπει. Αχ!», είπε, «πάνε τα χρυσά».

Τέλος πάντων αυτοί μοιράστηκαν εκείνα τα χρυσά, όμως έμεινε ένα. Το χρυσό το οποίο έμεινε το πήρε ο κάτοικος της κωμόπολης. Είπε: «Εγώ θα το χαλάσω [θα κάνω ψιλά], εσύ έλα την τάδε μέρα». Πήγε ο χωριάτης «Δεν έχει, ακόμα δεν το χάλασα», είπε. Τέλος πάντων, «Έλα την τάδε μέρα», είπε. Ξαναπήγε, «Πάλι», είπε, «δεν μπόρεσα να το χαλάσω». Μετά από αυτό πήγε μια μέρα πάλι. «Αχ», είπε, «Γυναίκα, πού είναι ο φίλος μου;» είπε. «Ο φίλος σου έγινε μακαρίτης», είπε [η γυναίκα]. «Α, έτσι;», είπε. «Χα!», είπε, «εγώ θα πάω να τον επισκεφτώ». Παίρνει ένα κουδούνι και μια φούχτα ακαθαρσίες κατσίκας. Τριγυρνούσε πάνω στον τάφο, χτυπώντας το κουδούνι ντριν ντριν ντριν. Επίσης που και που πατούσε την τρύπα. Γιατί είχαν αφήσει μια τρύπα πάνω από τον τάφο για να παίρνει αέρα. Αμολούσε τις ακαθαρσίες της κατσίκας. «Βρε άχρηστη κατσίκα», έλεγε, «πώς βρωμίζεις αυτή την τρύπα τόσο πολύ». Τέλος πάντων, τριγύρισε έτσι μια δυο φορές, τον άφησε. «Βγες φίλε, βγες λοιπόν, βαρέθηκα», είπε, «δεν είναι ούτε κατσίκα ούτε τίποτα», είπε, «εγώ ήρθα πάλι». «Αχ βρε φίλε, πάρε εσύ το δίκιο σου» είπε [ο άλλος]  «δεν γλιτώνω από αυτό. Θα πληρώσω αυτό το χρέος». Βγήκε, το χάλασαν, πλήρωσαν. Ζούνε ακόμη και σήμερα [Έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα].

 E´din va´kɯt i en´no ´vræme ot ´star’te go´dini, aga je ´bilo re´∫etono fof se´nono, i´m’alo e´din kasaba´lija i e´din selæ´nin. E´din den ´vika selæ´ninɯn: “∫ɯ zbe´ra ma´hal’ki i ∫ɯ hi otkaram na kasabɯnɯ”. I kasaba´lijenɯ  ´vika: “Ja za ´vɯlna ´mæsto ∫ɯ ´zberam ´ʒabava g’ob´re i ∫ɯ ´idam da ja ´prodadam na se´lana”.  I e´nɯj i dvo´minata sa ´iskali da ´idat da pro´davat. ´Zeli sa i to´varili sa t∫u´valene na ma´gareno i o´penali sa pɯt. İ fof pɯt se sa ´sre∫nali e´din sas drug. “´Ajde, - ´vika e´dinen – ti kakna pro´dava∫?” “Orehi” – vika drugen. “Ja pro´davam ´vɯlna” – mu ´vika. “Ha-a, -  ´vika – da hi razme´nime, ti ´rastovar’aj ´vɯlnata ot ma´gareno i ja da ´rastovar’am ´orehise”.  To´varili hi sa i ot´karali hi sa na ´kɯ∫tene. I en´nemu ʒe´nɯnɯ ´vika: “´Donesi ´orehite da hi ´st∫ukame”. I ka´kna da ´vid’at: ´pɯl’no je ma´hal’ki i ma´hal’t∫evini.
I ´drugen  ´vika: “I ja da is´predam  ´vɯlnasa”. Gleda i kakna da vidi - ´pɯl’no je ´ʒabiva g’ob´re!
Pak je do´∫el e´din den i e´din za´man, ´sre∫nal’ se sa. “´Aretlik, - mu ´vika – nie sme i dvo´minasa ´jatce o´puleni. Nie, - ´vika – da ´idem da se ´fat’me gove´dare na e´din a´ga. Na en´no m’asto da sme i dvo´minasa”. “Da ´idem” - mu ´vika ´drug’en.
Sgo´dili si sa i oti∫lil’ si sa na e´din a´ga, ala ´kakno ´vikat, dvo´mina gove´dare na en´nɯ ´krava. E´dinen ´hodi e´din den. Ot eij´tam na´cɯj ´hodi i e´nava ´krava je ´bila ´jatce nefe´lita i ´lo∫a. Ha-a naj´tuva, ha naj´tam, c’æl den go je ´kravɯnɯ ne os´tavila da po´t∫ine. I ´drugen go je ne os´tavil a´gana  c’æl den da po´t∫ine: ha ajtam da ot∫isti, ha ajtuva, c’æl den go je ne os´tavil da po´t∫ine. Kak´si ∫te da je, ´stanalo je ve´t∫era i ´zbirat se na an´no ´m’æsto.“´Aretlik, - ´vika e´dinen – kak pre´kara de´n’æt?” “´Jatce ´hubave – mu ´vika ´drugen. ´Utre ∫ɯ si ´zemam i jur´ganɯn da ´pospem. Ti kak pre´kara?” – mu vika. “I ja pre´karah ´jatce ´hubave. A´gana me ´klade na e´din k’u´t’uk, za´metah, is´sukah, do´nese mi i en´no kave ta is´pih, ´jatce ´hubave, ´hubave ´be∫e”.
Kak´si ∫te da je, ´drugen den se sa razme´nili. E´dinen ´hodi ta ´zima jur´ganɯn i ´hodi da pa´se ´kravana, ´drugen ´t∫isti ´damɯn. Ot´kak je o´t∫istil ´damɯn, ´s’ada na k’u´t’uken i ´t∫aka ka´ve. Zam do´hoda a´gana i po´pl’uva go: “´L’ujse, - mu ´vika - ´ot∫isti i ej´tuva, ka´kna se´di∫ ej´tuka?”
İ ´drugen se ´t∫udi oti ∫ɯ go ´prispi ´kravɯnɯ, ´trɯsi jur´ganɯn – eij´tam jur´ganɯn, eij´tuva jur´ganɯn, ´stanalo je ´koto ce´dilo. ´Setne ot ´ejzi, pak je ´stanalo ´ve t∫er i ´zbrali se sa i vikat edin sas drug: “ʒe´nɯnɯ mu ´dava a´kɯl da me ne os´tav’a da po´t∫inavame. Da hi pris´lu∫ame da ´vid’me ka´kna ∫ɯ ´dumet”.
O´ti∫li sa i pris´lu∫ali sa. ´Dumili sa i ´rekɯl je a´gano: “Pot ´kravana ´ima e´din k’up ´liri. Da ne bi da hi ´najdat?”
I tie se ´skrivat da hi ne ´vid’at gove´darene i ´hod’at na go´vedana, a´ga sa ´videli, ´nema ´niakakna pot ´kravana, ´nito kaz´mi, ´nito ´niakana ´nema.
Ot´tam na´sɯj tie ´kakno sa´ t∫uli, isko´pavat pot ´kravana, ´zimat ´k’upen i iz´b’agvat en´va ´vet∫er. Aga o´sɯmnavat, ´ruka hi a´gano, obi´iskava hi, ´nema hi. “A, - ´vika – na´biha ´liricete, o´kradaha hi!”
Kak´si ∫te da je, raz´del’at ´lirine, ala o´stanva en´na. ´Zima go al´tɯnen kasaba´lijenɯ i vika: “Ja ∫ɯ go ´razval’a, ∫ɯ go ´stor’am na ´drebno, ti ´jela eto ka´tri den’”.
Hodi selæ´ninɯn, ´nema go. I ´vika si sa´mit∫ko: “Ne mo´ʒih da ja ´razval’a”. Ti ´jela pak eto ka´tri den’”.
Pak je do´∫el, pak je ne mo´ʒil da ja ´razvali. Ka´kno da je, pak ´hodi.
“Ah, - po´pita  selæ´ninɯn na ʒe´nɯnɯ - kɯ´de mi je art´liket? ”
“A, - ´vika mu ʒe´nɯnɯ - to se rahmetlen´disa, to um´r’a”.
“A, tɯj li – ´vika selæ´ninɯn – ja ∫ɯ ´idam da go ´obid’am”. ´Zima e´din t∫an i e´din kri´vat∫ ´kozavska g’ob´re, obi´kal’aval je na me´zare, ´trɯnkal je ´t∫anɯn: drɯn, drɯn, drɯn... i po´puskal je po ´malko g’ob´re. I´m’alo je ed´na ´dupka za da vɯz´di∫a. İ ´kakno je po´puskal po ´malko g’ob´re. “Bre, ´lo∫a ´koza, kak ´moʒe∫ da pisla´disva∫ eij´sava ´dupka eij´sɯj ´mlogo”. ´Kakno da je, obi´kal’al en´nɯ∫-dva∫, o´stav’a go i ´vika mu: “´Izlezi, be, ´aretlik, ´izlezi! Ne e ni ´koza ne e ni ´drugo bɯn´no, ja ´dojdoh pak.”
I ´vika mu kasaba´lijenɯ: “A, bre, ´aretlik, ti ´ima∫ hak. ´Nema da ´moga da se ´skrija, ´tr’abava da go pla´t’a eij´zi bort∫.”
Iz´liza i raz´val’at ´lirana, raz´del’at ja i ´ʒ’uvɯt si ´je∫te i do eij´s’a. ´Tija sa ´ʒ’uli ´hubave i nie po-´hubave.