Nasreddin and imam (Pomak)

 Narrator: Μπασιά / Ξάνθη

Nasra´din ´ΗotƷa i I´mamɯn (Pomak)

Ο Νασρεντίν κι ο ιμάμης (Greek) Basya – Komik Nasreddin Hoca Hikayesi (Turkish)
Bir va´kɯt bir za´man Nasra´din im´’al an´nog ´brata. Im’ ´ali su ´volove, ´kravɨ. ´Pasli so gi naan´no. An´nog ´denæ ´vika brat mu, Nasra´dinovɯjet brat: ´Oti si ne razde´lime vo´lo´vese? Toj mu ´vika: “T∫i da, da gi razde´lime. Kak ∫ɯ ´stane, kak da gi razde´lime?” Naga´dili ´so su da stor’at ´je∫te an´nog ´kut∫ura, an´nog ´ potana, za da gi razdel’ɯt. ´Fatot naa´no ogra´dot an´nog ´potana ´drugog, ´novag. A´nnog ´denæ so ´pasli aj´vanene i Nasradin je popɨtal: “´Bɨva li ´ʒine ´vl’æzat na ´novonog ´potana da su mo, ʒine ´vl’æzat na ´staraneg, da su tvo. Brat mu je rekɯl: “Da, bɨva”. Do´hodat ak´t∫anlɯ ga´v’ædane,´vlaz’at vrɯt vof ´staraneg ´potana. ´Jalnɯs an´no im’alo ´kuco, ´∫ikali sa go ´drugine,  ´vl’alo je fof ´novanog ´potana. Nasra´din ´vika: “T∫i da mu je bɨlo ej´zi kɯs´met, i za´fata ´hɯrgen da go pa´se an´nog ´vola. An´nog ´denæ na ´pladne kak je jal plad´nino, ´s’æda  ´blize pri ´toga, l’æga ´volot i za´fata da ´drɯzne. Nasra´din go ´gleda ´kaknɯ ´drɯzne i mu ´vika: “Ne´moj mi se ´krivi!” Zaftar’a mu pak: “Ne´moj mi se ´krivi! ∫ɯ tu ´zakal’am!”. Dva∫-tri∫ mu ´vika: “Ne´moj mi se kri´vi! ∫ɯ tu ´zakal’am!”. ´Volɯn se ´pakle ´drɯzne. I toj ´fata za´kala go. I za´fata da go praj par´t∫e - par´t∫e i da go ´m’æta ja´vanem. Da´hod’at ja´vane, kak go na´bivat i ´vikat mu: “Na ´drugono naf´to pa´rɯ” “Na ´drugon naf´to pa´rɯ.”
´Hodi toj na ´drugon naf´to. Na na´hode ´nikava aj´tamazi. ´T∫aka i ´vide ajtam ´blize pa´mina a´din ´volek. I toj go za´fir’ava vʌl´kane. ´Hodi vʌl´kon faf an´nɯ´pe∫tera ia za´fata da ræ´ve. ´Kaknɯ ræ´ve vʌl´kʌt, ´hodi Nasra´din, vʌlkon na´biva. ´vid’ava an´no ´gorne kɯ´de ræ´ve vʌl´kɯn. A´ga pa´gl’ava ´votre - ´lire. ´Zima ´gorneno sas ´lirene I ´hodi vof  t’ah.  I ´kazua ´bratu mu: “Jaj si isi, ad´in ´volek.. ´kaza ´kaknɯ ´stanalo, ´oti je na´∫el ´lirene. I brat mu pak ´vika: “Da gi razde´lime! ´Vɯri, ´vika, ´donesi kan´tarane od i´mamɯne da gi razde´lime i ne´moj mu kaza´va, ´vika, oti i toj ∫ɯ ´i∫te!”Ι toj ´hodi Nasra´din na i´mamɯne i ´kaknɯ mu ´kaʒe mu ´vika :“Oj, I´mam, oj, I´mam, daj mi kan´tarʌte, ∫ɯ ´teglime ´lire.”Toj go ´pɨta I´mamɯn: “Abe kak´nɯ su inej lire, kak´nɯ sɯ inej pa´rɨ, ´tolkos ´mlogo, s kan´tar ∫ɯ gi ´teglite?”“´Na∫i parɨ su in´ɯj, ´mlogo su, s kan´tar gi ´teglim.” ´Hodi si  Nasra´in s kan´tarena i ´kazua ´bratumu: “Aj isi isi, ´kazaj imamuve.” Vika: “Ot’ mu ´kaza, toj ∫ɯ doj ejse´a i toj ∫ɯ ´i∫te!” Dru´ga go re´t∫e brat mu, i´mamɯn na vra´tana da´hode. Dru´ga ´nie da´hode i´mamɯn, Nasra´din  ´vika: “Toj a´ko ´dojde, ja ∫ɯ go ´primaʒa, ga dojde, ∫ɯ go ´pribija.” Da´hode i´mamɯn i Nasra´din  go pri´mazua. “Kɯ´na se´a ∫ɯ ´prajm, oti go pri´maza?”, za´fata da ´kara brat mu.“Kɯ´na ∫ɯ go praim sea i´mamɯsi?”Vika: “Ja ∫ɯ go ´onesa, to si e ´ma ´rabata.”I ´hodi ´m’æta go f an´nɯg ´suha bu´nare i as´tavæ go. Za  ´malko so raz´rukoat maha´l’æene: “Kɯ´de je ´na∫ɯjet i´mam, kɯ´de je ´na∫ɯjet i´mam?” Nasra´in ´vika: “Ja znam kɯ´de je.” “T∫I kɯ´de je?” At´karava gi na bu´narene – ej´tua ´vɯtre je. I tij ´fatat maha´l’æene, ´siorzvat go s ….  i ´spu∫tat go ´vɯtre v bu´narene i vikat mu: “´Borzo da is´kara∫ i´mamɯne I ´toa ga ´slaz’a ´dolu na mrat∫nono,  na´baroa ´n’akoja ´glava i zafata da ´vika: “Ej, mil’et, ej, mil’et, ´va∫ɯet i´mamen im’æ∫e li rogove?”

 Μια φορά και έναν καιρό ο Νασραντίν είχε έναν αδελφό. Είχαν βόδια και αγελάδες. Τα βοσκούσαν μαζί. Μια μέρα λέει ο αδελφός του Νασραντίν: «Γιατί δε χωρίζουμε τα βόδια μας;» Εκείνος του λέει: «Ναι, να τα χωρίσουμε. Αλλά πως θα γίνει, πως θα τα χωρίσουμε;» Συνεννοούνται να φτιάξουν ακόμη έναν στάβλο, για να τα χωρίσουν. Πιάνουν και χτίζουν άλλον έναν στάβλο, καινούργιο. Μια μέρα όπως βοσκούσαν τα ζώα, ο Νασραντίν ρώτησε: “Γίνεται όποια ζώα μπουν στον καινούργιο στάβλο να είναι δικά μου και όποια μπουν στον παλιό να είναι δικά σου; ”  Ο αδελφός του λέει:  “Ναι, γίνεται”. Έρχονται το απόγευμα τα ζώα και μπαίνουν όλα στον παλιό στάβλο. Μόνο ένα που ήταν κουτσό και το τσιμπούσαν τα άλλα, μπήκε στον καινούργιο στάβλο. Ο Νασραντίν λέει: “Τέτοια ήταν η τύχη μου” και αρχίζει να το βοσκάει το ένα βόδι. Μια μέρα το μεσημέρι όπως έτρωγε μεσημεριανό, κοντά του έρχεται και ξαπλώνει το βόδι και αρχίζει να μηρυκάζει. Ο Νασραντίν το βλέπει που μηρυκάζει και λέει: “Μη μου κάνεις γκριμάτσες!” Του λέει δεύτερη φορά: “Μη μου κάνεις γκριμάτσες! Θα σε σφάξω!" Δυο-τρεις φορές του λέει: “Μη μου κάνεις γκριμάτσες! Θα σε σφάξω!” Το βόδι συνεχίζει να μηρυκάζει. Και αυτός πιάνει και το σφάζει. Και αρχίζει να το κομματιάζει και να το πετάει στα θηρία.  Έρχονται τα θηρία, τον δέρνουν και του λένε: “Την άλλη εβδομάδα τα λεφτά! Την άλλη εβδομάδα τα λεφτά”.
Πηγαίνει εκείνος την άλλη εβδομάδα. Δεν βρίσκει κανέναν εκεί. Περιμένει και βλέπει κοντά να περνάει ένας λύκος. Αρχίζει να κυνηγάει το λύκο. Μπαίνει ο λύκος σε μια σπηλιά και αρχίζει να ουρλιάζει.  Όπως ουρλιάζει ο λύκος, ο Νασραντίν πηγαίνει να το δείρει και βλέπει ένα πιθάρι εκεί που ούρλιαζε ο λύκος. Όταν κοιτάζει μέσα – λίρες! Παίρνει το πιθάρι με τις λίρες και πηγαίνει σπίτι του. Και λέει στον αδελφό του: “Έτσι κι έτσι, ένας λύκος…”  Και του λέει τι έγινε, ότι βρήκε λίρες. Και ο αδελφός του λέει πάλι: “Να τις χωρίσουμε! Πήγαινε, λέει, φέρε τη  ζυγαριά από τον Ιμάμη, για να τις χωρίσουμε, αλλά μη του λες, λέει, γιατί κι εκείνος θα ζητήσει”. Πηγαίνει ο Νασραντίν στον Ιμάμη κι όπως του είχε πει, του λέει: “Όϊ, Ιμάμ, οϊ, Ιμάμ, δώσε μου τη ζυγαριά, έχουμε να ζυγίσουμε λίρες”. Τον ρωτάει ο Ιμάμης: “Α, μπε, τι είναι αυτές οι λίρες, τι είναι αυτά τα λεφτά, τόσα πολλά είναι, ώστε να τις ζυγίσετε με ζυγαριά; “Τα δικά μας τα λεφτά είναι έτσι, είναι πολλά, με ζυγαριά τα ζυγίζουμε”. Γυρίζει ο Νασραντίν στο σπίτι του και λέει στον αδελφό του: “Έτσι και έτσι, είπα στον Ιμάμη”. Του λέει ο αδελφός του: «Γιατί του είπες, θα έρθει τώρα και θα ζητήσει και αυτός”. Μέχρι να το πει ο αδελφός του, να και ο Ιμάμης ήρθε στην πόρτα. Πριν έρθει ο Ιμάμης, ο Νασραντίν λέει: “Εκείνος άμα έρθει, εγώ θα τον σκοτώσω”. Έρχεται ο Ιμάμης και ο Νασραντίν τον σκοτώνει. “Τι θα κάνουμε τώρα, γιατί τον σκότωσες; ”, αρχίζει να το μαλώνει ο αδελφός του. “Τι θα τον κάνουμε τώρα τον ιμάμη”. Λέει ο Νασραντίν: “Εγώ θα τον πάρω από δω, είναι δική μου δουλειά”. Και πηγαίνει και τον ρίχνει σε ένα ξερό πηγάδι. Σε λίγο αρχίζουν να φωνάζουν οι κάτοικοι του μαχαλά: “Που είναι ο Ιμάμης μας, που είναι ο Ιμάμης μας”. Ο Νασραντίν λέει: “Εγώ ξέρω που είναι». “Και που είναι»; Τους πηγαίνει στο πηγάδι και λέει: “Να, εδώ μέσα είναι”. Και πιάνουν οι κάτοικοι, το δένουν με σχοινί, τον κατεβάζουν στο πηγάδι και του λένε: “Γρήγορα να βγάλεις τον Ιμάμη”. Εκείνος, όταν κατεβαίνει κάτω, στο σκοτάδι πιάνει κάποιο κεφάλι και αρχίζει να φωνάζει; “Εί, άνθρωποι, ο δικός σας ο Ιμάμης είχε κέρατα”;

 Bir varmış, bir yokmuş  Nasreddin’in bir erkek kardeşi varmış. Öküzleri ve inekleri varmış. Onları beraber otlatırlarmış. Bir gün Nasreddin’in kardeşi :  "Neden öküzlerimizi ayırmıyoruz? " diyor. O, ona : "Evet, ayıralım. Ama nasıl olacak, nasıl ayıracağız? " diyor. Onları ayırmak üzere bir ahır daha yapmak üzere  anlaşıyorlar. Tutuyorlar ve yeni bir ahır daha yapıyorlar. Bir gün hayvanları otlatırken Nasreddin:
" Yeni ahıra giren hayvanlar benim, eskisine girenler senin olsun, olur mu? " diye sormuş. Kardeşi :       " Evet, olur" demiş.
Akşam üstü hayvanlar geliyor ve hepsi eski ahıra giriyor. Sadece sakat olan, diğerlerinin boynuzladığı bir tanesi yeni ahıra girmiş. Nasreddin : "Şansım buymuş" diyor  ve bir öküzü otlatmaya başlıyor. Bir gün öğlen öğle yemeğini yerken, öküz yanına geliyor ve yatıyor ve geviş getirmeye başlıyor. Nasreddin onun geviş getirdiğini görüyor ve : " Bana yüzünü ekşitme! " diyor. İkinci defa ona: "Bana yüzünü ekşitme! Seni keseceğim! " diyor. Ona iki-üç defa : " Bana yüzünü ekşitme! Seni keseceğim! " diyor. Öküz geviş getirmeye devam ediyor. O da bunu tutuyor ve kesiyor.
Onu parçalamaya ve vahşi hayvanlara atmaya başlıyor. Vahşi hayvanlar geliyor, onu dövüyor ve ona: " Gelecek hafta paraları ! Gelecek hafta paraları " diyor. O diğer hafta gidiyor. Orada kimseyi bulamıyor. Bekliyor ve yanından bir kurdun geçtiğini görüyor. Kurdu kovalamaya başlıyor. Kurt bir mağaraya giriyor ve ulumaya başlıyor. Kurt ulurken, Nasreddin onu dövmeye gidiyor ve kurdun uluduğu o yerde bir küp görüyor. İçine bakınca liralar! Liralarla dolu küpü alıyor ve eve gidiyor. Ve  kardeşine : "Böyle, böyle, bir kurt............ " diyor. Ve ona ne olduğunu, liralar bulduğunu söylüyor. Ve kardeşi tekrar ona : "Onları ayıralım! Git, onları ayırmamız için imamdan teraziyi getir, ama ona söyleme, o da ister " diyor. Nasreddin imama gidiyor ve onun söylediği gibi ona: " Vay imam, vay imam, bana teraziyi ver, liraları tartacağız " diyor. İmam ona : " A be, bu liralar ne, bu paralar ne, teraziyle tartacak kadar çok mu? " diye soruyor. "Bizim paralarımız böyle, çok, onları teraziyle tartıyoruz ". Nasreddin evine dönüyor ve kardeşine : "Böyle, böyle, imama dedim " diyor.
Kardeşi ona : "Neden ona söyledin, şimdi o da gelecek ve isteyecek " diyor. Kardeşi bunu söyleyene kadar, işte imam da geldi, kapıda. İmam gelmeden önce Nasreddin: " O gelirse ben onu öldüreceğim" diyor. İmam geliyor ve Nasreddin onu öldürüyor. "Şimdi ne yapacağız, neden onu öldürdün? " diyerek kardeşi ona bağırmaya başlıyor. " Şimdi imamı ne yapacağız?  " Nasreddin: "Ben onu buradan alacağım, benim işim" diyor. Ve gidip onu kuru bir kuyuya atıyor. Biraz sonra mahalle sakinleri bağırmaya başlıyorlar. "İmamımız nerede, imamımız nerede ? " Nasreddin : "Ben nerede olduğunu biliyorum " diyor. "Nerede? " Onları kuyuya götürüyor ve : "İşte burada, içeride. "diyor. Halk onu tutuyor halatla onu bağlıyor, kuyuya indiriyor ve ona  : "Çabuk İmam’ı çıkar "diyorlar. O aşağıya inince karanlıkta bir kafa tutuyor ve bağırmaya başlıyor: "Hey insanlar, sizin imamın boynuzları var mıydı? "