Ο σπανός μυλωνάς (Ελληνικό)

Αφηγητής: Απόστολος-Αίγειρος

Ο σπανός μυλωνάς (Ελληνικά)

Köse değirmenci  (Τουρκικά) K’o´senɯn vodeni´t∫ijen  (Πομακικά)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μάνα μ’ ένα αγοράκι, σ’ ένα φτωχικό χωριό. Κοντά στην πλαγιά ενός βουνού ήτανε το χωριό αυτό και το σπίτι ήτανε πολύ φτωχικό. Για να ζήσουνε, το αγοράκι, να 'ταν δέκα- δώδεκα χρονών, πήγαινε στο βουνό, έκοβε ξύλα, τα φόρτωνε στο γάιδαρο, τα έφερνε στο σπίτι, και άλλα χρησιμοποιούσανε για τις ανάγκες του σπιτιού και άλλα τα πουλούσανε.
Ένα απόγευμα κατέβηκε το αγοράκι κατάκοπο, ξεφόρτωσε τα ξύλα από το γάιδαρο, και λέει στη μάνα του: -Μάνα πεινάω. Η μάνα του λέει, δεν έχω αγόρι μου τίποτε φαγητό.- Έ μάνα, λίγο αλεύρι, κάνε κάτι, μια πιτούλα, κάτι να φάμε. Λέει η μάνα του δεν έχω ούτε αλεύρι. –Ε τότε μάνα, λέει το αγοράκι, να βάλουμε να πάρω σιτάρι να πάω στο μύλο να κάνουμε αλεύρι. –Ε να πας αγόρι μου, αλλά να προσέχεις. Μην πας στο μυλωνά που είναι σπανός, γιατί αυτός κλέβει. Το αγοράκι είπε εντάξει μάνα θα προσέχω.
Βάζει το δισάκι με το σιτάρι, το φορτώνει στο γάιδαρο, πάει μια και δυο στο μύλο. Στο μύλο που πήγε ήταν ο μυλωνάς σπανός. Θυμήθηκε τα λόγια της μητέρας του και λέει του μυλωνά, μετάνιωσα, δε θα αλέσω. Είχε άλλους δυο μύλους στο ίδιο ποταμάκι, πιο πάνω. Και ο μικρός παίρνει το γάιδαρό του με το σιτάρι, πάει στον άλλο μύλο. Πάλι σπανός ο μυλωνάς, ο ίδιος  μυλωνάς από άλλο μονοπάτι πήγαινε στον ένα και στον άλλο μύλο, έτσι θέλει το παραμύθι. Το παιδί πάλι λέει δε θα αλέσω, πάει στον τρίτο μύλο, πάλι σπανός ο μυλωνάς.  Ε τότε είπε στον εαυτό του, ‘θα σταματήσω να αλέσω’, γιατί κάτι έπρεπε να πάει στο σπίτι, να φάνε, ‘και θα προσέχω να μη με κλέψει ο μυλωνάς’.
Ρίξανε το σιτάρι στην κάσα, άρχισε να γυρίζει η μυλόπετρα και να βγάζει ζεστό αλεύρι. Ο μυλωνάς λέει του μικρού, να κάνουμε μια πίτα. Ο μικρός όπως πεινούσε κιόλα, λέει εντάξει. Ε φέρε αλεύρι (από το αλεύρι που άλεθε ο μύλος). Πάει το παιδί αλεύρι, του δίνει κι ένα δοχείο, πήγαινε έξω στην πηγή, φέρε νερό. Πάει το παιδί και νερό, ο μυλωνάς έριξε πολύ νερό, έγινε νερουλή η ζύμη. Του λέει φέρε κι άλλο αλεύρι, πάει κι άλλο αλεύρι, βάζει ο μυλωνάς παραπάνω αλεύρι, πηχτή η ζύμη, φέρε αλεύρι φέρε νερό, έγινε μια μεγάλη πίτα, σχεδόν το μισό αλεύρι, το απορρόφησε. Οπότε, είχαν ανάψει έξω (είχε φούρνο ο μυλωνάς), ανάψαν το φούρνο, τον ζεστάνανε, βάλαν την πίτα, και η πίτα ψηνόταν.
Ο μυλωνάς λέει του μικρού: Να πούμε από ένα ψέμα; Να βάλουμε ένα στοίχημα, να πούμε από ένα ψέμα, κι όποιος πει το πιο μεγάλο ψέμα να πάρει την πίτα. Τον ζώσανε τα φίδια τον μικρό, αλλά τι να κάνει; Λέει, εντάξει κυρ  μυλωνά, θα γίνει έτσι. Ο μυλωνάς λέει, σαν πιο μεγάλος ν’ αρχίσω εγώ; Εντάξει κύριε μυλωνά λέει το παιδί, άρχισε εσύ.
Και ξεκινάει ο μυλωνάς και λέει: Εμένα ο παππούς μου ήταν έμπορας. Είχε ένα μικρό καραβάνι με πεντέξι καμήλες, ένα γάιδαρο, έναν υπάλληλο, και πηγαίνανε Θεσσαλονίκη- Κωνσταντινούπολη, φόρτωνε, κι έκαναν ανταλλαγή. Έφερνε από κει μετάξια, κι από δω πήγαινε άλλα πράγματα. Αλλά μια φορά όπως γυρνούσε από την Κωνσταντινούπολη για Θεσσαλονίκη, φθάνουνε στον Έβρο, πλημμύρισε ο Έβρος ποταμός, κόπηκαν τα γεφύρια. Ο παππούς σταμάτησε και κοίταγε πώς θα περνούσαν τώρα τον πλημμυρισμένο Έβρο. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες, είχε μέσα κολοκυθόσπορο, έβγαλε κι έτρωγε κολοκυθόσπορο. Του έπεσε ένας κολοκυθόσπορος στο έδαφος, φύτρωσε μια κολοκυθιά, μεγάλωσε γρήγορα-γρήγορα, ένα κλαδί πέρασε τον Έβρο, τυλίχτηκε στα δέντρα, χόντρυνε, χόντρυνε, δοκιμάζει ο παππούς, μπράβο! Έγινε γέφυρα. Περάσανε από πάνω το καραβάνι οι καμήλες, ο γάιδαρος, οι άνθρωποι, και μια και περάσανε από την άλλη μεριά, σταματήσανε, βάλανε κάτι να φάνε, φάγανε, είχαν ανάψει και μια μεγάλη φωτιά. Ε, μετά για επιδόρπιο, έγινε και μια πολύ μεγάλη κολοκύθα, πήρανε τα τσεκούρια, κόψανε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι με τα τσεκούρια, ψήσανε, φάγανε και κολοκύθα και γείρανε και τους πήρε ο ύπνος. Ξυπνήσανε μετά, δε βρίσκαν τις καμήλες, οι καμήλες άφαντες, εδώ οι καμήλες, εκεί οι καμήλες, τι γίναν οι καμήλες; -Τι γίνανε, λέει ο μικρός, οι καμήλες κυρ μυλωνά; -Α, λέει τις βρήκανε μέσα στην κολοκύθα, μπήκανε μές στην κολοκύθα και τρώγανε.
Σίγουρος ο μυλωνάς ότι κέρδισε το στοίχημα, του λέει του μικρού, σ’ άρεσε; -Ναι, λέει – Ε τώρα η σειρά σου. Ο μικρός ψύχραιμος, -Εντάξει κυρ μυλωνά, λέει. Εμένα ο παππούς μου δεν ήταν έμπορας σαν το δικό σου, ένας απλός γεωργός ήτανε, είχε ένα ζευγάρι γελάδες, μ’ αυτές όργωνε τα χωράφια, μ’ αυτές κουβαλούσε ξύλα, την παραγωγή…, έ κάνανε και κανένα μοσχαράκι, το μεγαλώναμε, το πουλάγαμε, παίρναμε χαρτζιλίκι, γάλα, τυρί γιαούρτι κάναμε, όλα καλά πηγαίνανε. Αλλά μια φορά η μια γελάδα αρρώστησε και δεν τραβούσε, τώρα με μια γελάδα, ο ζυγός πώς θα προχωρήσει; Ε τι να κάνει ο παππούς μου, σκέφτηκε, σκέφτηκε, τι να βάλει στη θέση της άρρωστης αγελάδας, θυμήθηκε τις μέλισσες. Πήγε διάλεξε την πιο μεγάλη μέλισσα, την έβαλε στο ζυγό. Η μέλισσα όμως ήταν ασυνήθιστη απ’ το ζυγό, κι ο σβέρκος της μέλισσας έκανε πληγή. Τι να κάνει ο παππούς, παίρνει ένα καρύδι, το στουπάει, κάνει αλοιφή, το βάζει στο λαιμό της μέλισσας, και ξαφνικά από κει φυτρώνει μια καρυδιά. Και μεγαλώνει η καρυδιά γρήγορα γρήγορα και φορτώνεται καρύδια και περνάνε οι χωρικοί και ρίξε ο ένας πέτρες και ρίξε ο άλλος ξύλα, ρίξε ο άλλος σβώλους από χώμα για να κατεβάσουνε  καρύδια, πάνω στην καρυδιά γίνεται ένα χωράφι. Οπότε ο παππούς ανεβαίνει, το οργώνει, το σπέρνει σιτάρι, μεγαλώνει το σιτάρι και πάμε να θερίσουμε. Μόλις βάλαμε τα δρεπάνια, πετάγεται ένας λαγός. Ο παππούς φωνάζει: ήσυχα! Πετάει το δρεπάνι του και πάει το δρεπάνι του παππού, το χερούλι, καρφώνεται στον ποπό του λαγού. Τρέχει ο λαγός, κουνιέται το δριπάνι, το χωράφι σε πέντε λεφτά θερίστηκε.
Ο μυλωνάς συνεπαρμένος από το παραμύθι: -Κι ύστερα; Ο λαγός, κάπου σκάλωσε το δριπάνι, σ’ ένα πουρνάρι, κι ο λαγός εξαφανίστηκε. Τρέχουμε να δούμε τι έγινε, βρίσκουμε το δρεπάνι, βρίσκουμε κι ένα σημείωμα. Συνεπαρμένος ο μυλωνάς του λέει: και τι έγραφε το σημείωμα; “Σπανέ μυλωνά, πολύ τον έξυπνο μην κάνεις, η πίτα είναι του παιδιού”.
 Κι ο μυλωνάς το παραδέχτηκε το παιδί και του λέει “χαλάλι σου!”, και του έδωσε την πίτα και πήγε στο χωριό και πήρε και το αλεύρι του και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 Bir varmış bir yokmuş, fakir bir köyde küçük oğluyla bir anne varmış. Bu köy, bir dağın yamacının yanındaymış ve ev çok fakirmiş. Oğlan on-on iki yaşındaymış, yaşamak [geçinmek] için dağa gidiyormuş, odun kesiyormuş onları eşeğe yüklüyormuş, eve getiriyormuş ve bazılarını ihtiyaçları için kullanıyor bazılarını da satıyorlarmış.

Bir akşam oğlan bitkin halde inmiş, odunları eşekten indirmiş ve annesine: - “Anne acıktım”, demiş. Annesi, ona: “Oğlum yiyecek bir şey yok” demiş. –“E, anne, biraz un, bir şey yap, bir börecik, bir şey yiyelim.” Annesi : “Un da yok” diyor. Küçük oğlan: “E, anne o zaman, koyalım, buğday alıp değirmene gideyim, un yapalım.” “E, git oğlum, ama dikkat et! Köse değirmenciye gitme, çünkü o çalıyor. “Tamam, anne, dikkat ederim” dedi.

İçinde buğday olan heybesini koyuyor, eşeğe yüklüyor, bir-iki değirmene gidiyor. Gittiği değirmenin değirmencisi köseymiş. Annesinin sözlerini hatırlamış ve değirmenciye pişman oldum, öğütmeyeceğim diyor. Aynı derede, biraz daha yukarıda iki değirmen daha varmış. Küçük çocuk da buğdayla eşeğini alıyor, diğer değirmene gidiyor. Yine değirmenci köse, aynı değirmenci diğer patikadan birine ve diğer değirmene gidiyormuş, masal öyle istiyor. Çocuk yine öğütmeyeceğim diyor, üçüncü değirmene gidiyor, yine köse değirmenci. E, o zaman kendi kendine: “durup öğüteceğim”, çünkü yemeleri için eve bir şeylerin gitmesi gerekirdi “ve değirmencinin benden çalmaması için dikkat edeceğim” dedi.

 Buğdayı kasaya atmışlar, değirmen taşı dönmeye ve sıcak unu çıkarmaya başlamış. Değirmenci küçüğe: “bir börek yapalım” diyor. Küçük çocuk acıktığı gibi, tamam diyor. E, un getir (değirmenin öğüttüğü undan).Çocuk unu götürüyor, ona bir de kâse veriyor, dışarıya kuyuya git, su getir. Çocuk suyu da götürüyor, değirmenci çok su koymuş, hamur sulu olmuş. Ona: “Daha un getir” daha un götürüyor, değirmenci fazla un koyuyor, hamur sıkı, un getir, su getir, büyük bir börek olmuş, yaklaşık yarım unu çekmiş. Öyleyse, dışarıda yakmışlardı, değirmencinin fırını varmış, fırını yakmışlar, ısıtmışlar, böreği koymuşlar ve börek pişiyormuş.

Değirmeci, küçük çocuğa: “Birer yalan söyleyelim mi? Bahse girelim mi? Birer yalan söyleyelim mi? Ve kim büyük yalanı söylerse, o böreği alsın” diyor. ‘Yılanlar çevrelemişler onu’ [strese girmiş] ama ne yapsın? Tamam, değirmenci bey, öyle olacak, diyor. Değirmenci: “Büyük olarak ben başlayayım mı?” diyor. Çocuk: “Tamam, değirmenci bey, sen başla” diyor.

 Ve değirmenci başlıyor ve diyor: Benim dedem tüccardı. Beş-altı develi küçük bir kervanı, bir eşeği, bir çalışanı vardı ve Selanik-İstanbul yolculuğunu yapıyorlardı, yüklüyorlardı ve takas yapıyorlardı. Oradan ipekler getiriyordu ve buradan başka şeyler götürüyordu. Ama bir defa İstanbul’dan Selanik’e dönerken, Evros’a varıyorlar, Evros nehri taşmış, köprüler yıkılmış. Dede durmuş ve şimdi taşan Evros’tan nasıl geçecekler, bakıyormuş. Ellerini cebine koymuş, içinde kabak çekirdeği varmış, çıkarmış ve kabak çekirdeği yemiş. Bir kabak çekirdeğini yere düşürmüş, bir kabak filizlenmiş, hızlıca büyümüş, bir dal Evros’u geçmiş, ağaçlara dolanmış, kalınlaşmış, dede deniyor, aferin! Köprü olmuş. Deve kervanı üstten geçmiş, eşek, insanlar diğer tarafa geçince durmuşlar, yemek için bir şey koymuşlar, yemişler ve büyük bir de ateş yakmışlar. E, sonra, yemekten sonra, yemek için çok büyük bir kabak olmuş, baltaları almışlar, baltayla çok büyük bir parça kesmişler, pişirmişler, kabak da yemişler tatlı niyetine ve uykuya dalmışlar. Sonra uyanmışlar, develeri bulamamışlar, develer kayıp, burada develer, orada develer, develer ne oldu? Küçük çocuk: “Değirmenci bey, develer ne oldu?” diyor. “A onları kabağın içinde buldular, kabağın içine girmişler ve yiyorlarmış” diyor.

Değirmenci bahsi kazandığından emin, küçük çocuğa: “Beğendin mi?” diyor. “Evet” diyor. E, şimdi senin sıran. Küçük çocuk soğukkanlı “Tamam değirmenci bey” diyor. “Benim dedem seninki gibi tüccar değildi, basit bir çiftçiydi, bir çift ineği vardı, bunlarla tarlaları sürüyordu, bunlarla odunları taşıyordu, mahsulü… E, bir de buzağıları vardı, onları büyütüyorduk, satıyorduk, harçlık alıyorduk, peynir, yoğurt yapıyorduk, her şey iyi gidiyordu. Ama bir defa ineğin biri hastalandı ve çekmiyordu, şimdi bir inekle boyunduruk nasıl ilerleyecek? E, dedem ne yapsın, düşündü, düşündü, hasta ineğin yerine ne koysun, arıları hatırladı. Gitti, en büyük arıyı seçti, onu boyunduruk koydu. Ancak arı boyunduruğa alışık değildi ve arının ensesinde yara oldu. Dede ne yapsın, bir ceviz alıyor, eziyor, merhem yapıyor, arının boğazına sürüyor ve aniden oradan bir ceviz ağacı filizlendi ve ceviz ağacı hızlı hızlı büyüyor ve cevizlerle yükleniyor ve köylüler geçiyor ve birisi taş atıyor ve diğeri odun atıyor, bir diğeri topraktan topak atıyor (cevizleri indirmek için) ceviz ağacının üstünde bir tarla oluyor. O zaman dedem çıkıyor, sürüyor buğday ekiyor, buğday büyüyor ve biçmek için gidiyoruz. Orakları koyar koymaz, bir tavşan fırladı.  Dede bağırıyor: “Sessiz!” Orağı atıyor ve dedenin orağı gidiyor, sapı tavşanın götüne saplanıyor, tavşan koşuyor, orak sallanıyor, tarla beş dakikada biçildi. Değirmenci masaldan büyülenmiş bir şekilde.

Değirmenci masaldan çok etkilenmiş soruyor: Ve sonra? Orak bir yere takılmış, bir çalıya ve tavşan kayboldu. Ne olduğunu görmek için koşuyoruz, orağı buluyoruz ve bir de not buluyoruz. Değirmenci büyülenmiş bir şekilde ona: Not ne yazıyordu? “Ey köse değirmenci, kendini çok akıllı sanma, börek çocuğun”.

Ve değirmenci çocuğu kabul etmiş (çocuğun dediklerini) ve ona: “Sana helal olsun” diyor ve ona böreği vermiş ve köye gitmiş ve ununu da almış, onlar ermiş muradına biz çıkalım kerevetine.

 E´din va´kɯt i e´din za´man i´m’alo jæ en´nɯ ´majka sɯs en´no ´kopel’t∫e  fof en´no ´selo fu´karcko. ´Blizo pri en´nɯ bar´t∫ina jæ bil´o ´selono i ´kɯ∫tana jæ bi´la ´jatce ´stara i ´prazna  za da  ʒ’u´vɯt. ´D’æteno da jæ ´bilo on-on eki go´dinki, ´hod’lo na bar´t∫inana da se´t∫e i da ´zbira dɯr´va. To´var’lo hi jæ na ma´gareno, pola´vinana hi sa gi za t’æh dɯr´ʒali i ´drugine hi sa pro´davali.
E´din den ot plad´nina si se ´vra∫ta ´kopel’t∫eno umo´reno, rasta´var’a dɯr´vana ot ma´gareno i ´vika ´majci mu:“ ´Majo, oglan´n’al sɯm!” ´Majka mu ´vika: “´Nemam ´nikakna, ´majt∫ino, ´jato!” “E, bre, ´majo, ´malko ´bra∫no, ´stori ´n’akvi luk´mi, ´n’akna da ´kɯsneme!”
I ´majka mu mu vika: “´Nemam ´nito ´bra∫no.”
“E, zam, ´majo – ´vika ´kopel’t∫eno – da ´kladam pt∫e´nica i da ´idam na vode´nica da ´umel’am.” “E, da ´ide∫, ´majt∫ino! Ala da va´lesava∫. Da ne ´ide∫ na vode´nicana ´deno jæ vodeni´t∫ijen k’o´sen, oti kra´de.”
´Kopel’t∫eno vika: “Da, ´majo, ∫ɯ va´lesavam.” ´Klava t∫uva´lɯn sɯs pt∫e´nicana, to´var’a go na ma´gareno, ´hodi na en´nɯ∫-na´dva∫. Na vode´nicana bil jæ k’osenɯn. Do∫´lɯlo mu jæ na a´kɯla kɯk´nano mu jæ ´rekla ´majka mu. I ´vika k’o´senu: “Ja ´stanah pi∫´man, ´n’ama da go ´mel’am.”  I´m’alo jæ ´e∫te dve vode´nici na en´nɯ sɯ´rɯ na ej´nɯva ´r’aka po-ot´gore. ´Mɯt∫kono ´zima si ma´gareno sɯs pt∫e´nicana i ´hodi na ´drugana vode´nica. I pak jæ bil k’o´sen vodeni´t∫ijenɯn ´deno ´mele ´bra∫no. ´Hodi ot ´drugi pɯ´tit∫ki ot en´nɯ na ´drugana vode´nica, e´nɯj ´i∫te ´prikaznicasa. ´Dæteno ´vika: “´Nema da ´mogam da ´umel’am ´bra∫no.” ´Hod’lo jæ na en´nɯna, ei´s’a ´hodi na ´trinɯ vode´nica. Pak jæ ´bilo  k’o´seno ej´tam. I zam si jæ ´reklo ot´vɯtre: “Ja ∫ɯ se sprem da go ´umelem, ot’ ´tr’abava da ´otkaram ´n’akna nado´ma za da ja´deme i ∫ɯ ´gledam da me ne ukra´de vodeni´t∫ijenɯn.” I ´sipava pt∫e´nicana fof ho´romelɯn i zel jæ da se vɯ´rti ´kamenen, da go ´mele i ´zelo da iz´liza ´toplo´bra∫no. I vodeni´t∫ijenɯn mu vika: “´Mɯt∫ko, da ´stor’me e´din klin!” I ´mɯt∫kono kɯk´no jæ ´bilo ´glanno mu ´vika: “Da ´stor’me!” “E, donesi ´bra∫no otdeto meleme!” Onisa mu ´bra∫no, dava mu i edin l’uhen’, hodi i na kujujenɯ, donisa voda. I vodeni´t∫ijenɯn sipava po-mlogo voda, stanalo jæ ʒitko. Vika mu: “Donesi mi ´e∫te ´bra∫no!” Nosi i drugo ´bra∫no, stanalo jæ ejs’a kak jatce  t∫uvɯrsto. Donesi voda – donesi ´bra∫no: i klinɯn jæ stanal gol’am. Mlogo jæ iz’al ´bra∫no, hemen’ vrit ´bra∫nono. I zam sa nava´lili fu´runen, i´m’alo jæ ot´vɯn fu´run’, na´ʒegli go sa, klal’ sa go ´klinɯn da se pe´t∫e. Vodeni´t∫ijenɯn mu ´vika ´mɯt∫kune: “Da re´t∫eme po en´nɯ lɯ´ʒa i da ´klademe e´din bas. ´Deto re´t∫e  go´l’amana lɯ´ʒa, to da ´zeme ´klinɯn!” ´Jali go sa ´zmijene ot´vɯtre ala ´vika“Da!” ´dæteno. “∫ɯ ´stane en´ɯj – ´vika vodeni´t∫ijenɯn. – ´Kohto po-go´l’am, ∫ɯ za´fatam ja! ” “Da, ´bat’o, ´zafati ti!” I za´fata vodeni´t∫ijenɯn, ´vika:
“´Menæ ´d’ado mi jæ bil t’un´dʒarin, i´m’al jæ en´nɯ ´mɯt∫ka kara´vana sɯs be∫ al´tɯ de´ve, en´no ma´gare i e´din er´gatin. I ´podili sa na Sele´nik’, na T’ur´kija, to´var’li sa mal i pro´men’al go sa. Do´nisali sa ot ej´tam ´tenki ´grebove, ´tenko ´platno i ot ej´tuva sa ´nos’li ´drugi ´rabati. Na en´nɯ∫ ´kakno sa se ´vra∫tali ot T’ur´kija za na Sele´nik’, ´spirat na ´bulgarskata ´r’aka (Evros). I po´dviva go ´voda fof ´r’akana. ´Skɯsava se k’up´r’ujenɯ i ´d’ado ´spira i ´gleda ja: kak ∫ɯ po´minat?”Klal jæ rɯ´kine fof ´dʒobena, i´m’al jæ fof ´dɯobena ´pɯ∫ki ot ´tikva. Iz´vada hi i zel jæ da ja´de ´tikveni ´pɯ∫ki. ´Pada mu en´nɯ ´pɯ∫ka na ze´mena i iz´liza en´nɯ ´tikva. Na´rastava ´bɯrʒe-´bɯrʒe, e´din ´koren po´mina ot k’up´r’ujenɯ, obi´viva se, nadebe´l’ava, dene´disava ´d’ado i ´vika: “´Bravo! ´Stanalo k’up´r’uja!”
Po´minat otvɯr´hu, o´pinat ara´bɯna, de´veno i ma´gareno i in´sanɯn, ala ´kakno sa po´minali ot ´drugara ´strana, spr’al sa i klal’ sa da ja´dat. Na´jal’ se sa i nava´lil’ sa e´din go´l’am ´ogɯn i otvɯr´hu en´nɯ  go´l’ama ´tikva. İs´pekli sa ´tikvana, zel’ sa en´nɯ  go´l’ama ´bradva, otr’azali sa en´nɯ  go´l’ama par´t∫e sɯs ´bradvana. Na´jal’ se sa ´tikva i legnali sa i za´spal’ sa. ´Stanali sa ´setnæ i ne sa na∫´lili de´vene.  Haj tuva devene, haj tam devene, nema hi!
“Kɯk´na sa ´stanali? - vika ´mɯt∫kono. – De´vete, bat’o, nel’ hi sa ´vɯtre fof ´tikvana ´fl’ali? E, ´fl’ali sa i ´jali sa´vɯtre!” Vodeni´t∫ijenɯn, ot’ jæ kazɯn´disal ´basɯn, ´vika ´mɯt∫komune: “Ben´disa li go?” “Ho!” – ´vika ´mɯt∫kono. “Ej´s’a e ´tebe sɯ´rɯta!”I ´mɯt∫kono mu ´vika:
“´Menæ ´d’ado ne jæ bil t’un´dʒarin, ´kakno ´tvojen. E´din er´gatin jæ bil. I´m’al jæ e´din t∫ift ´kravi, sɯs en´nava jæ o´ral mes´tana, sɯs en´nava jæ ´karal dɯr´vana, ´radali sa ´telce i na´rastavali sa i pro´daval’ hi sa i ´zimali sa pa´ri. I´m’al sa ´pr’asno, ´sirene, ´ml’ako, vrit jæ ´hubave vɯr´v’alo. Ala naen´nɯ∫ en´nɯna ´krava se jæ razbo´l’ala. I ne jæ o´pinala ´kravana, ej´s’a sɯs  en´nɯ ´krava kɯk´na ∫ɯ ´pravi! E, za´t∫udil se jæ d’ado, ´t∫udil se jæ kɯk´na da kla´de na ´m’asto na ´kravana. Spome´nal jæ pt∫eline. ´Hodi ot´bira naj-go´l’amana ´pt∫ela, ´klava ja fof  bujun´druk, ala pt∫e´lɯna jæ ne ´bila alɯ´∫ik da jæ fof bujun´druk. I pt∫e´l’unehi vra´tɯn ot´var’a se en´nɯ ´bol’ka. Kɯ´na da ´stori ´d’ado, ´zima e´din ze´len ´oreh, stro´∫ava go, o´mat∫kava go, prav’ go meh´lem i ´klava go na vra´tɯn pt∫e´l’unehi.  I oten´nɯ∫ iz´liza e´din ´orehov ´koren, na´rastava ´bɯrʒe-´bɯrʒe i ´rada ´mlogo ´orehi. Po´mina en´nono, po´fɯrn’a ´klet∫ka, po´mina ´drugono, po´fɯrn’a ´kamen’. Vɯr´hu ´orehɯn jæ i´m’alo en´no ´m’asto. Ka´t∫il se jæ ´d’ado i o´ral go jæ i sa´dil go jæ pt∫e´nica. I ´hod’li sa da ja ´ʒen’at. ´L’ujs’a sa ´zeli ´sɯrpovene, pod´m’ata se e´din ´zajak. I ´d’ado ´ruka: “∫ut, ne´mojte ´ruka!” Pof´ɯrn’a  ´sɯrpɯn i ud´riva go na gɯ´zɯn. ´Zaekɯn tɯr´t∫i, l’u´l’al’ se jæ ´sɯrpɯn, ´m’astono se jæ izo´ralo za pet deka´ki.
Vodeni´t∫ijenɯn se jæ ´sbɯrkal ot ´prikaznicana. “I ´setnæ?” – ´pita. “´Setnæ ´sɯrpɯn se jæ zaka´t∫il na en´nɯ ´hojna. I ´zajakɯn se jæ zagu´bil. Tɯr´t∫ili da ´vid’at kɯ´kna ´stana, kɯ´na da ´vid’at: na∫´lili sa ´sɯrpɯn i na∫´lili sa edin be´læg. Pak  se jæ ´sbɯrkal vodeni´t∫ijenɯn i vika: “Kɯ´kna jæ ´bilo be´lægɯn:”
“´Jatce se akɯl´lɯ pri´kazava∫. ´Klinɯn jæ ´dætetute!”
I k’o´senɯn jæ ´rekɯl: “´Ima∫ hak! Ha´lal da ti jæ!” I dal mu jæ ´klinɯn. ´Zima ´klinɯn i ´bra∫nono i hod’ si u t’ah. I ´tije sa ´ʒ’uli ´hubave i nie po-´hubave.